νευροχειρουργική

νευροχειρουργική
η мед. нейрохирургия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νευροχειρουργική" в других словарях:

  • νευροχειρουργική — η η αυτοτελής χειρουργική ειδικότητα με αντικείμενο τη χειρουργική τού κεντρικού και περιφερειακού νευρικού συστήματος …   Dictionary of Greek

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμοτομία — η ιατρ. νευροχειρουργική επέμβαση στον θάλαμο τού εγκεφάλου με σκοπό την καταστροφή τών συνδέσεων διαφόρων τμημάτων του με άλλα νευρικά κέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + τομία (< τομος < τέμνω) πρβλ. αγγειο τομία, φλεβο τομία] …   Dictionary of Greek

  • λευκοτομή — η ιατρ. νευροχειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στη διακοπή τών συνδέσεων μεταξύ εγκεφαλικού φλοιού και τής υποκείμενης λευκής ουσίας και εκτελείται αμέσως κάτω και παράλληλα με τη φλοιώδη ουσία τού εγκεφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… …   Dictionary of Greek

  • νευροχειρουργός — ο, η χειρουργός ειδικευμένος στη νευροχειρουργική …   Dictionary of Greek

  • υπόταση — (Ιατρ.). Η πτώση της αρτηριακής πίεσης κάτω από το φυσιολογικό, κάτω δηλαδή από τα 10 εκ. στήλης υδράργυρου. Παρατηρείται σε άτομα που υποφέρουν από κάποια σοβαρή ασθένεια, σε καχεκτικούς, αλλά και σε φυσιολογικούς ανθρώπους μετά από σωματική ή… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»